-
1 επιχειρήματα
-
2 ἐπιχειρήματα
-
3 επιχείρημα
τό1) довод, аргумент;ισχυρό (ακαταγώνιστο — или αδιάψευστο) επιχείρημα — веский (неоспоримый) довод;
προβάλλω επιχείρήματα — приводить доводы;
αποδείχνω με επιχείρήματα — аргументировать;
στερούμαι επιχείρημάτων — мне недостаёт аргументов;
2) попытка -
4 καρτέρημα
καρτέρημα, τό, standhaftes Betragen, Beharrlichkeit, Ausdauer, πάντα τὰ τῆς ψυχῆς ἐπιχειρήματα καὶ καρτερήματα Plat. Men. 88 c.
-
5 επιτεμνω
ион. ἐπιτάμνω (fut. ἐπιτεμῶ, aor. ἐπέτᾰμον) тж. med.1) надрезывать, рассекать(μαχαίρῃ τι Her.; τέν αὑτοῦ κεφαλήν Aeschin.)
2) разрезать(κατὰ μῆκός τι Her.)
3) отрезать, отрубать(τέν κεφαλήν Dem.)
4) урезывать, сокращать(τὰ ἐπιχειρήματα Arst.)
5) перебивать(λέγοντά τινα Polyb.)
6) отбрасывать, сводить к нулю(τὰς προφάσεις Polyb.)
-
6 καρτερημα
-
7 σοφισματωδης
-
8 αντιτάσσω
μετ.1) противопоставлять;αντιτάσσω επιχειρήματα — выдвигать доводы, аргументы;
αντιτάσσω βία στη βία — отвечать силой на силу;
αντιτάσσω ένοπλη αντίσταση — оказывать вооружённое сопротивление;
2) выстраивать в боевой порядок;1) — противодействовать, противиться, сопротивляться;αντιτάσσομαι
2) возражать, протестовать -
9 ασχέτιστος
άσχετ||ος, η, ο [ος, ον ]1) не имеющий отношения к чему-л. или друг к другу, не связанный друг с другом; не зависящий друг от друга;ασχέτιστο έγγραφο — совершенно не относящийся сюда документ;
ασχέτιστα επιχειρήματα — аргументы, не связанные между собой; — совершенно разные аргументы, доводы;
2) не имеющий, не поддерживающий связи (с кем-л.);ασχέτιστος άνθρωπος — нелюдимый, необщительный человек
-
10 ευσταθώ
(ε) αμετ.1) быть устойчивым, нешатким; 2) перен. быть твёрдым, стойким, постоянным;§ ευσταθεί — выдержать проверку, испытание;
τα επιχειρήματα του δεν ευσταθούν — его аргументы легко опровержимы
-
11 καταρρίπτω
μετ.1) сбрасывать, сваливать; 2) сбивать; валить;καταρρίπτω αεροπλάνο — сбивать самолёт;
3) перен. опрокидывать; опровергать;καταρρίπτω τα επιχειρήματα — опрокинуть чьи-л. доводы;
§ καταρρίπτω ρεκόρ — побить рекорд
-
12 λογικός
η, ό[ν]1) разумный, мыслящий; рассудочный; 2) разумный, рассудительный, толковый; благоразумный;λογική εξήγηση — толковое объяснение;
λογική συμβουλή ( — благоразумный совет;
λογικός άνθρωπος — разумный человек;
3) перен. умеренный;λογικες τιμές — умеренные цены;
4) логический, логичный;λογικά επιχειρήματα — логичные доводы;
§ λογικός ειρμός — посл едовательность
-
13 παράς
ο деньги;τον έχει τον παρά — он богат, у него есть деньги;
λυπάται τον παρά — он денежки бережёт, он лишнюю копейку не потратит;
§ έχω παρά με ουρά — быть очень богатым; ≈ — денег целый воз, денег куры не клюют;
δεν κάνει παράδες — грош этому цена;
δεν αξίζει έναν παρά — это не стоит гроша ломаного; — за него теперь гроша ломаного никто не даст;
τον έκανα ενού παρά — или τον έκανα πέντε παράδες ( — или παράδων) — я его изобличил, я его вывел на чистую воду;
δέκα στον παρά — а) грошовый, дешёвый; — б) не стоящий гроша ломаного (о человеке, вещи);
τα επιχειρήματα σου δεν κάνουν παράδες — твой аргументы гроша -ломаного не стоят;
δεν δίνω εναν παρά — мне до этого дела нет; — мне это до лампочки (разг)
-
14 σταθμίζω
μετ.1) взвешивать; 2) проверять по ватерпасу или по отвесу; 3) перен. взвешивать, обдумывать; учитывать, принимать в расчёт; оценивать;όλα τα επιχειρήματα — взвешивать все доводы «за» и «против»;σταθμίζω καλά τα πράγματα — принимать в расчёт всё;
σταθμίζω τάς εύθύνασταθμίζωσταθμίζω88) — определять вину
-
15 παραδειγματικός
A consisting of or serving as a model or pattern,μουσική Ph.1.18
; opp. εἰκονικός, Dam.Pr.73: [comp] Comp.- ώτερος Procl.in Alc.p.38
C.; serving as examples,ἐπιχειρήματα Hermog. Inv.4.1
. Adv. - κῶς by means of examples, Arist.Metaph. 995a7, S.E. P.3.163, Sch.Iamb.Comm.Math.18, Dam.Pr. 270; opp. εἰκονικῶς, Procl.Inst. 195.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδειγματικός
См. также в других словарях:
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ — (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά … Dictionary of Greek
αφοπλιστικός — ή, ό 1. ο ικανός να αφοπλίζει 2. φρ. «αφοπλιστικά επιχειρήματα» επιχειρήματα που κατανικούν κάθε αντίρρηση του άλλου … Dictionary of Greek
δικαιολογία — η (AM δικαιολογία) 1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα 2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του μσν. νεοελλ. το πρόσχημα αρχ. στον πληθ. δικαιολογίαι δικανικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + λογία <… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… … Dictionary of Greek
Ζανέ, Πολ — (Paul Janet, 1823 – 1899). Γάλλος φιλόσοφος. Διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Ιδεαλιστής ως προς τις απόψεις του, διακρίθηκε κυρίως ως δραστήριος επικριτής του θετικισμού και του υλισμού. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Прокл Диадох — Πρόκλος ὁ Διάδοχος Дата рождения: 8 февраля 412(0412 02 08) Место рождения: Византий Дата смерти: 17 апреля … Википедия
ГИППАРХИЯ — ГИППАРХИЯ (Ἱππαρχία) из Маронеи (поел, треть 4 в. до н. э.), представительница кинического движения, сестра киника Метрокла и жена Кратета из Фив. Г. происходила из богатой и знатной семьи, но из любви к Кратету и его речам бросила все и… … Античная философия
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek