Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τὰ ἐπιχειρήματα

См. также в других словарях:

  • ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ — (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά …   Dictionary of Greek

  • αφοπλιστικός — ή, ό 1. ο ικανός να αφοπλίζει 2. φρ. «αφοπλιστικά επιχειρήματα» επιχειρήματα που κατανικούν κάθε αντίρρηση του άλλου …   Dictionary of Greek

  • δικαιολογία — η (AM δικαιολογία) 1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα 2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του μσν. νεοελλ. το πρόσχημα αρχ. στον πληθ. δικαιολογίαι δικανικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + λογία <… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ζανέ, Πολ — (Paul Janet, 1823 – 1899). Γάλλος φιλόσοφος. Διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Ιδεαλιστής ως προς τις απόψεις του, διακρίθηκε κυρίως ως δραστήριος επικριτής του θετικισμού και του υλισμού. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Прокл Диадох — Πρόκλος ὁ Διάδοχος Дата рождения: 8 февраля 412(0412 02 08) Место рождения: Византий Дата смерти: 17 апреля …   Википедия

  • ГИППАРХИЯ —     ГИППАРХИЯ (Ἱππαρχία) из Маронеи (поел, треть 4 в. до н. э.), представительница кинического движения, сестра киника Метрокла и жена Кратета из Фив. Г. происходила из богатой и знатной семьи, но из любви к Кратету и его речам бросила все и… …   Античная философия

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»